Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάρρηξις
ἀνάρρησις
ἀναρριζόω
ἀνάρρινον
ἀναρριπίζω
ἀναρριπτέω
ἀναρρίπτω
ἀναρριχάομαι
ἀναρρίχησις
ἀνάρριψις
ἀναρροθιάζω
ἀνάρροια
ἀναρροιβδέω
ἀναρροίβδησις
ἀναρροιζέω
ἀναρροπία
ἀνάρροπος
ἀνάρρους
ἀναρροφέω
ἀναρρόφημα
ἀναρρόφησις
View word page
ἀναρροθιάζω
dash up
ShortDef
dash up
Debugging
Headword:
ἀναρροθιάζω
Headword (normalized):
ἀναρροθιάζω
Headword (normalized/stripped):
αναρροθιαζω
IDX:
6436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6437
Key:
Data
{'content': 'dash up'}