Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιδοποιητέον
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
παιδοτόκος
παιδοτριβέω
παιδοτρίβης
παιδοτριβία
παιδοτριβικός
παιδοτροφέω
παιδοτροφία
παιδοτρόφιον
παιδοτρόφος
παιδότρωτος
παιδουργέω
παιδουργία
παιδοῦς
παιδοφάγος
παιδοφιλέω
View word page
παιδοτριβικός
of or for a παιδοτρίβης

ShortDef

of or for a παιδοτρίβης

Debugging

Headword:
παιδοτριβικός
Headword (normalized):
παιδοτριβικός
Headword (normalized/stripped):
παιδοτριβικος
IDX:
64350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64351
Key:

Data

{'content': 'of or for a παιδοτρίβης'}