Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παιδοποιέω
παιδοποιήσιμος
παιδοποίησις
παιδοποιητέον
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
παιδοτόκος
παιδοτριβέω
παιδοτρίβης
παιδοτριβία
παιδοτριβικός
παιδοτροφέω
παιδοτροφία
παιδοτρόφιον
παιδοτρόφος
παιδότρωτος
παιδουργέω
παιδουργία
View word page
παιδοτριβέω
to train as a gymnastic master
ShortDef
to train as a gymnastic master
Debugging
Headword:
παιδοτριβέω
Headword (normalized):
παιδοτριβέω
Headword (normalized/stripped):
παιδοτριβεω
IDX:
64347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64348
Key:
Data
{'content': 'to train as a gymnastic master'}