Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παιδονομία
παιδονομικός
παιδονόμος
παιδόπαις
παιδοπίπης
παιδοποιέω
παιδοποιήσιμος
παιδοποίησις
παιδοποιητέον
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
παιδοτόκος
παιδοτριβέω
παιδοτρίβης
παιδοτριβία
παιδοτριβικός
παιδοτροφέω
παιδοτροφία
View word page
παιδοποιός
begetting
ShortDef
begetting
Debugging
Headword:
παιδοποιός
Headword (normalized):
παιδοποιός
Headword (normalized/stripped):
παιδοποιος
IDX:
64342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64343
Key:
Data
{'content': 'begetting'}