Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιδομανία
παιδονομέω
παιδονομία
παιδονομικός
παιδονόμος
παιδόπαις
παιδοπίπης
παιδοποιέω
παιδοποιήσιμος
παιδοποίησις
παιδοποιητέον
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
παιδοτόκος
παιδοτριβέω
παιδοτρίβης
παιδοτριβία
παιδοτριβικός
View word page
παιδοποιητέον
one must beget children

ShortDef

one must beget children

Debugging

Headword:
παιδοποιητέον
Headword (normalized):
παιδοποιητέον
Headword (normalized/stripped):
παιδοποιητεον
IDX:
64340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64341
Key:

Data

{'content': 'one must beget children'}