Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιδομαθία
παιδομανής
παιδομανία
παιδονομέω
παιδονομία
παιδονομικός
παιδονόμος
παιδόπαις
παιδοπίπης
παιδοποιέω
παιδοποιήσιμος
παιδοποίησις
παιδοποιητέον
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
παιδοτόκος
παιδοτριβέω
παιδοτρίβης
View word page
παιδοποιήσιμος
fit for begetting children

ShortDef

fit for begetting children

Debugging

Headword:
παιδοποιήσιμος
Headword (normalized):
παιδοποιήσιμος
Headword (normalized/stripped):
παιδοποιησιμος
IDX:
64338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64339
Key:

Data

{'content': 'fit for begetting children'}