Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παιδολέτωρ
παιδολυμάς
παιδομαθής
παιδομαθία
παιδομανής
παιδομανία
παιδονομέω
παιδονομία
παιδονομικός
παιδονόμος
παιδόπαις
παιδοπίπης
παιδοποιέω
παιδοποιήσιμος
παιδοποίησις
παιδοποιητέον
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
View word page
παιδόπαις
grandson
ShortDef
grandson
Debugging
Headword:
παιδόπαις
Headword (normalized):
παιδόπαις
Headword (normalized/stripped):
παιδοπαις
IDX:
64335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64336
Key:
Data
{'content': 'grandson'}