Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παιδοκόμος
παιδοκόραξ
παιδοκράτωρ
παιδοκτονέω
παιδοκτονία
παιδοκτόνος
παιδολέτειρα
παιδολετήρ
παιδολέτωρ
παιδολυμάς
παιδομαθής
παιδομαθία
παιδομανής
παιδομανία
παιδονομέω
παιδονομία
παιδονομικός
παιδονόμος
παιδόπαις
παιδοπίπης
παιδοποιέω
View word page
παιδομαθής
having learnt in childhood
ShortDef
having learnt in childhood
Debugging
Headword:
παιδομαθής
Headword (normalized):
παιδομαθής
Headword (normalized/stripped):
παιδομαθης
IDX:
64327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64328
Key:
Data
{'content': 'having learnt in childhood'}