Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιδοβόρος
παιδοβοσκός
παιδοβρώς
παιδοβρωσία
παιδόβρωτος
παιδογονία
παιδογόνια
παιδογόνος
παιδοδιδάσκαλος
παίδοθεν
παιδοκομέω
παιδοκομία
παιδοκόμος
παιδοκόραξ
παιδοκράτωρ
παιδοκτονέω
παιδοκτονία
παιδοκτόνος
παιδολέτειρα
παιδολετήρ
παιδολέτωρ
View word page
παιδοκομέω
to take care of a child

ShortDef

to take care of a child

Debugging

Headword:
παιδοκομέω
Headword (normalized):
παιδοκομέω
Headword (normalized/stripped):
παιδοκομεω
IDX:
64315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64316
Key:

Data

{'content': 'to take care of a child'}