Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδοβοσκός
παιδοβρώς
παιδοβρωσία
παιδόβρωτος
παιδογονία
παιδογόνια
παιδογόνος
παιδοδιδάσκαλος
παίδοθεν
παιδοκομέω
παιδοκομία
παιδοκόμος
παιδοκόραξ
παιδοκράτωρ
παιδοκτονέω
παιδοκτονία
παιδοκτόνος
παιδολέτειρα
View word page
παιδοδιδάσκαλος
teacher of boys

ShortDef

teacher of boys

Debugging

Headword:
παιδοδιδάσκαλος
Headword (normalized):
παιδοδιδάσκαλος
Headword (normalized/stripped):
παιδοδιδασκαλος
IDX:
64313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64314
Key:

Data

{'content': 'teacher of boys'}