Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιδίσκος
παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδοβοσκός
παιδοβρώς
παιδοβρωσία
παιδόβρωτος
παιδογονία
παιδογόνια
παιδογόνος
παιδοδιδάσκαλος
παίδοθεν
παιδοκομέω
παιδοκομία
παιδοκόμος
παιδοκόραξ
παιδοκράτωρ
παιδοκτονέω
παιδοκτονία
παιδοκτόνος
View word page
παιδογόνος
begetting children

ShortDef

begetting children

Debugging

Headword:
παιδογόνος
Headword (normalized):
παιδογόνος
Headword (normalized/stripped):
παιδογονος
IDX:
64312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64313
Key:

Data

{'content': 'begetting children'}