Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιδίσκη
παιδισκιωρός
παιδίσκος
παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδοβοσκός
παιδοβρώς
παιδοβρωσία
παιδόβρωτος
παιδογονία
παιδογόνια
παιδογόνος
παιδοδιδάσκαλος
παίδοθεν
παιδοκομέω
παιδοκομία
παιδοκόμος
παιδοκόραξ
παιδοκράτωρ
παιδοκτονέω
View word page
παιδογονία
a begetting of children

ShortDef

a begetting of children

Debugging

Headword:
παιδογονία
Headword (normalized):
παιδογονία
Headword (normalized/stripped):
παιδογονια
IDX:
64310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64311
Key:

Data

{'content': 'a begetting of children'}