Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναρραφικός
ἀναρραψῳδέω
ἀναρρέπω
ἀναρρέω
ἀναρρήγνυμι
ἀνάρρημα
ἀνάρρηξις
ἀνάρρησις
ἀναρριζόω
ἀνάρρινον
ἀναρριπίζω
ἀναρριπτέω
ἀναρρίπτω
ἀναρριχάομαι
ἀναρρίχησις
ἀνάρριψις
ἀναρροθιάζω
ἀνάρροια
ἀναρροιβδέω
ἀναρροίβδησις
ἀναρροιζέω
View word page
ἀναρριπίζω
rekindle
ShortDef
rekindle
Debugging
Headword:
ἀναρριπίζω
Headword (normalized):
ἀναρριπίζω
Headword (normalized/stripped):
αναρριπιζω
IDX:
6430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6431
Key:
Data
{'content': 'rekindle'}