Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παιδισκάριον
παιδισκεῖος
παιδίσκη
παιδισκιωρός
παιδίσκος
παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδοβοσκός
παιδοβρώς
παιδοβρωσία
παιδόβρωτος
παιδογονία
παιδογόνια
παιδογόνος
παιδοδιδάσκαλος
παίδοθεν
παιδοκομέω
παιδοκομία
παιδοκόμος
παιδοκόραξ
View word page
παιδοβρωσία
childeating
ShortDef
childeating
Debugging
Headword:
παιδοβρωσία
Headword (normalized):
παιδοβρωσία
Headword (normalized/stripped):
παιδοβρωσια
IDX:
64308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64309
Key:
Data
{'content': 'childeating'}