Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παιδίον
παιδιότης
παιδισκάριον
παιδισκεῖος
παιδίσκη
παιδισκιωρός
παιδίσκος
παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδοβοσκός
παιδοβρώς
παιδοβρωσία
παιδόβρωτος
παιδογονία
παιδογόνια
παιδογόνος
παιδοδιδάσκαλος
παίδοθεν
παιδοκομέω
παιδοκομία
View word page
παιδοβοσκός
keeping boys
ShortDef
keeping boys
Debugging
Headword:
παιδοβοσκός
Headword (normalized):
παιδοβοσκός
Headword (normalized/stripped):
παιδοβοσκος
IDX:
64306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64307
Key:
Data
{'content': 'keeping boys'}