Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παιδικυνηγεσία
παιδιόθεν
παιδίον
παιδιότης
παιδισκάριον
παιδισκεῖος
παιδίσκη
παιδισκιωρός
παιδίσκος
παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδοβοσκός
παιδοβρώς
παιδοβρωσία
παιδόβρωτος
παιδογονία
παιδογόνια
παιδογόνος
παιδοδιδάσκαλος
παίδοθεν
View word page
παιδνός
childish
ShortDef
childish
Debugging
Headword:
παιδνός
Headword (normalized):
παιδνός
Headword (normalized/stripped):
παιδνος
IDX:
64304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64305
Key:
Data
{'content': 'childish'}