Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παιδικός
παιδικυνηγεσία
παιδιόθεν
παιδίον
παιδιότης
παιδισκάριον
παιδισκεῖος
παιδίσκη
παιδισκιωρός
παιδίσκος
παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδοβοσκός
παιδοβρώς
παιδοβρωσία
παιδόβρωτος
παιδογονία
παιδογόνια
παιδογόνος
παιδοδιδάσκαλος
View word page
παιδιώδης
playful
ShortDef
playful
Debugging
Headword:
παιδιώδης
Headword (normalized):
παιδιώδης
Headword (normalized/stripped):
παιδιωδης
IDX:
64303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64304
Key:
Data
{'content': 'playful'}