Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παιδικά
παιδικόν
παιδικός
παιδικυνηγεσία
παιδιόθεν
παιδίον
παιδιότης
παιδισκάριον
παιδισκεῖος
παιδίσκη
παιδισκιωρός
παιδίσκος
παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδοβοσκός
παιδοβρώς
παιδοβρωσία
παιδόβρωτος
παιδογονία
παιδογόνια
View word page
παιδισκιωρός
officer in charge of boys' gymnasium
ShortDef
officer in charge of boys' gymnasium
Debugging
Headword:
παιδισκιωρός
Headword (normalized):
παιδισκιωρός
Headword (normalized/stripped):
παιδισκιωρος
IDX:
64301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64302
Key:
Data
{'content': "officer in charge of boys' gymnasium"}