Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιδιά
παιδιακός
παιδικά
παιδικόν
παιδικός
παιδικυνηγεσία
παιδιόθεν
παιδίον
παιδιότης
παιδισκάριον
παιδισκεῖος
παιδίσκη
παιδισκιωρός
παιδίσκος
παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδοβοσκός
παιδοβρώς
παιδοβρωσία
παιδόβρωτος
View word page
παιδισκεῖος
for a child

ShortDef

for a child

Debugging

Headword:
παιδισκεῖος
Headword (normalized):
παιδισκεῖος
Headword (normalized/stripped):
παιδισκειος
IDX:
64299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64300
Key:

Data

{'content': 'for a child'}