Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιδήϊος
παιδία
παιδιά
παιδιακός
παιδικά
παιδικόν
παιδικός
παιδικυνηγεσία
παιδιόθεν
παιδίον
παιδιότης
παιδισκάριον
παιδισκεῖος
παιδίσκη
παιδισκιωρός
παιδίσκος
παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδοβοσκός
παιδοβρώς
View word page
παιδιότης
childhood

ShortDef

childhood

Debugging

Headword:
παιδιότης
Headword (normalized):
παιδιότης
Headword (normalized/stripped):
παιδιοτης
IDX:
64297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64298
Key:

Data

{'content': 'childhood'}