Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παιδευτής
παιδευτικός
παιδευτός
παιδεύω
παιδήϊος
παιδία
παιδιά
παιδιακός
παιδικά
παιδικόν
παιδικός
παιδικυνηγεσία
παιδιόθεν
παιδίον
παιδιότης
παιδισκάριον
παιδισκεῖος
παιδίσκη
παιδισκιωρός
παιδίσκος
παιδιώδης
View word page
παιδικός
of, for children
ShortDef
of, for children
Debugging
Headword:
παιδικός
Headword (normalized):
παιδικός
Headword (normalized/stripped):
παιδικος
IDX:
64293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64294
Key:
Data
{'content': 'of, for children'}