Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιδευτέος
παιδευτήριον
παιδευτής
παιδευτικός
παιδευτός
παιδεύω
παιδήϊος
παιδία
παιδιά
παιδιακός
παιδικά
παιδικόν
παιδικός
παιδικυνηγεσία
παιδιόθεν
παιδίον
παιδιότης
παιδισκάριον
παιδισκεῖος
παιδίσκη
παιδισκιωρός
View word page
παιδικά
boyfriend, darling

ShortDef

boyfriend, darling

Debugging

Headword:
παιδικά
Headword (normalized):
παιδικά
Headword (normalized/stripped):
παιδικα
IDX:
64291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64292
Key:

Data

{'content': 'boyfriend, darling'}