Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παίδευμα
παίδευσις
παιδευτέος
παιδευτήριον
παιδευτής
παιδευτικός
παιδευτός
παιδεύω
παιδήϊος
παιδία
παιδιά
παιδιακός
παιδικά
παιδικόν
παιδικός
παιδικυνηγεσία
παιδιόθεν
παιδίον
παιδιότης
παιδισκάριον
παιδισκεῖος
View word page
παιδιά
childish play, pastime, amusement

ShortDef

childish play, pastime, amusement

Debugging

Headword:
παιδιά
Headword (normalized):
παιδιά
Headword (normalized/stripped):
παιδια
IDX:
64289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64290
Key:

Data

{'content': 'childish play, pastime, amusement'}