Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παιδεραστής
παιδεραστία
παιδεραστικός
παιδέρως
παίδευμα
παίδευσις
παιδευτέος
παιδευτήριον
παιδευτής
παιδευτικός
παιδευτός
παιδεύω
παιδήϊος
παιδία
παιδιά
παιδιακός
παιδικά
παιδικόν
παιδικός
παιδικυνηγεσία
παιδιόθεν
View word page
παιδευτός
to be gained by education
ShortDef
to be gained by education
Debugging
Headword:
παιδευτός
Headword (normalized):
παιδευτός
Headword (normalized/stripped):
παιδευτος
IDX:
64285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64286
Key:
Data
{'content': 'to be gained by education'}