Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παιδεία
παίδειος
παιδεραστέω
παιδεραστής
παιδεραστία
παιδεραστικός
παιδέρως
παίδευμα
παίδευσις
παιδευτέος
παιδευτήριον
παιδευτής
παιδευτικός
παιδευτός
παιδεύω
παιδήϊος
παιδία
παιδιά
παιδιακός
παιδικά
παιδικόν
View word page
παιδευτήριον
a school
ShortDef
a school
Debugging
Headword:
παιδευτήριον
Headword (normalized):
παιδευτήριον
Headword (normalized/stripped):
παιδευτηριον
IDX:
64282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64283
Key:
Data
{'content': 'a school'}