Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παιδαριώδης
παιδεία
παίδειος
παιδεραστέω
παιδεραστής
παιδεραστία
παιδεραστικός
παιδέρως
παίδευμα
παίδευσις
παιδευτέος
παιδευτήριον
παιδευτής
παιδευτικός
παιδευτός
παιδεύω
παιδήϊος
παιδία
παιδιά
παιδιακός
παιδικά
View word page
παιδευτέος
to be educated
ShortDef
to be educated
Debugging
Headword:
παιδευτέος
Headword (normalized):
παιδευτέος
Headword (normalized/stripped):
παιδευτεος
IDX:
64281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64282
Key:
Data
{'content': 'to be educated'}