Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιδαρικός
παιδάριον
παιδαριοτρόφος
παιδαριώδης
παιδεία
παίδειος
παιδεραστέω
παιδεραστής
παιδεραστία
παιδεραστικός
παιδέρως
παίδευμα
παίδευσις
παιδευτέος
παιδευτήριον
παιδευτής
παιδευτικός
παιδευτός
παιδεύω
παιδήϊος
παιδία
View word page
παιδέρως
holm-oak, Quercus Ilex

ShortDef

holm-oak, Quercus Ilex

Debugging

Headword:
παιδέρως
Headword (normalized):
παιδέρως
Headword (normalized/stripped):
παιδερως
IDX:
64278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64279
Key:

Data

{'content': 'holm-oak, Quercus Ilex'}