Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιδαριεύομαι
παιδαρικός
παιδάριον
παιδαριοτρόφος
παιδαριώδης
παιδεία
παίδειος
παιδεραστέω
παιδεραστής
παιδεραστία
παιδεραστικός
παιδέρως
παίδευμα
παίδευσις
παιδευτέος
παιδευτήριον
παιδευτής
παιδευτικός
παιδευτός
παιδεύω
παιδήϊος
View word page
παιδεραστικός
of or for παιδεραστία

ShortDef

of or for παιδεραστία

Debugging

Headword:
παιδεραστικός
Headword (normalized):
παιδεραστικός
Headword (normalized/stripped):
παιδεραστικος
IDX:
64277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64278
Key:

Data

{'content': 'of or for παιδεραστία'}