Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιδαγωγικός
παιδαγωγός
παιδαριεύομαι
παιδαρικός
παιδάριον
παιδαριοτρόφος
παιδαριώδης
παιδεία
παίδειος
παιδεραστέω
παιδεραστής
παιδεραστία
παιδεραστικός
παιδέρως
παίδευμα
παίδευσις
παιδευτέος
παιδευτήριον
παιδευτής
παιδευτικός
παιδευτός
View word page
παιδεραστής
a lover of boys

ShortDef

a lover of boys

Debugging

Headword:
παιδεραστής
Headword (normalized):
παιδεραστής
Headword (normalized/stripped):
παιδεραστης
IDX:
64275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64276
Key:

Data

{'content': 'a lover of boys'}