Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιδαγώγημα
παιδαγωγία
παιδαγωγικός
παιδαγωγός
παιδαριεύομαι
παιδαρικός
παιδάριον
παιδαριοτρόφος
παιδαριώδης
παιδεία
παίδειος
παιδεραστέω
παιδεραστής
παιδεραστία
παιδεραστικός
παιδέρως
παίδευμα
παίδευσις
παιδευτέος
παιδευτήριον
παιδευτής
View word page
παίδειος
of or for a child, boy

ShortDef

of or for a child, boy

Debugging

Headword:
παίδειος
Headword (normalized):
παίδειος
Headword (normalized/stripped):
παιδειος
IDX:
64273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64274
Key:

Data

{'content': 'of or for a child, boy'}