Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παίγνιον
παίγνιος
παιγνιώδης
παιδαγωγεῖον
παιδαγωγέω
παιδαγώγημα
παιδαγωγία
παιδαγωγικός
παιδαγωγός
παιδαριεύομαι
παιδαρικός
παιδάριον
παιδαριοτρόφος
παιδαριώδης
παιδεία
παίδειος
παιδεραστέω
παιδεραστής
παιδεραστία
παιδεραστικός
παιδέρως
View word page
παιδαρικός
for slaves
ShortDef
for slaves
Debugging
Headword:
παιδαρικός
Headword (normalized):
παιδαρικός
Headword (normalized/stripped):
παιδαρικος
IDX:
64268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64269
Key:
Data
{'content': 'for slaves'}