Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιγνιήμων
παίγνιον
παίγνιος
παιγνιώδης
παιδαγωγεῖον
παιδαγωγέω
παιδαγώγημα
παιδαγωγία
παιδαγωγικός
παιδαγωγός
παιδαριεύομαι
παιδαρικός
παιδάριον
παιδαριοτρόφος
παιδαριώδης
παιδεία
παίδειος
παιδεραστέω
παιδεραστής
παιδεραστία
παιδεραστικός
View word page
παιδαριεύομαι
behave childishly

ShortDef

behave childishly

Debugging

Headword:
παιδαριεύομαι
Headword (normalized):
παιδαριεύομαι
Headword (normalized/stripped):
παιδαριευομαι
IDX:
64267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64268
Key:

Data

{'content': 'behave childishly'}