Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παιγνιαγράφος
παιγνιήμων
παίγνιον
παίγνιος
παιγνιώδης
παιδαγωγεῖον
παιδαγωγέω
παιδαγώγημα
παιδαγωγία
παιδαγωγικός
παιδαγωγός
παιδαριεύομαι
παιδαρικός
παιδάριον
παιδαριοτρόφος
παιδαριώδης
παιδεία
παίδειος
παιδεραστέω
παιδεραστής
παιδεραστία
View word page
παιδαγωγός
a boy-ward
ShortDef
a boy-ward
Debugging
Headword:
παιδαγωγός
Headword (normalized):
παιδαγωγός
Headword (normalized/stripped):
παιδαγωγος
IDX:
64266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64267
Key:
Data
{'content': 'a boy-ward'}