Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιανογράφος
παῖγμα
παιγνήμων
παιγνία
παιγνιαγράφος
παιγνιήμων
παίγνιον
παίγνιος
παιγνιώδης
παιδαγωγεῖον
παιδαγωγέω
παιδαγώγημα
παιδαγωγία
παιδαγωγικός
παιδαγωγός
παιδαριεύομαι
παιδαρικός
παιδάριον
παιδαριοτρόφος
παιδαριώδης
παιδεία
View word page
παιδαγωγέω
attend as a παιδαγωγός

ShortDef

attend as a παιδαγωγός

Debugging

Headword:
παιδαγωγέω
Headword (normalized):
παιδαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
παιδαγωγεω
IDX:
64262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64263
Key:

Data

{'content': 'attend as a παιδαγωγός'}