Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παιανισταί
παιανῖτις
παιανογράφος
παῖγμα
παιγνήμων
παιγνία
παιγνιαγράφος
παιγνιήμων
παίγνιον
παίγνιος
παιγνιώδης
παιδαγωγεῖον
παιδαγωγέω
παιδαγώγημα
παιδαγωγία
παιδαγωγικός
παιδαγωγός
παιδαριεύομαι
παιδαρικός
παιδάριον
παιδαριοτρόφος
View word page
παιγνιώδης
playful, sportive

ShortDef

playful, sportive

Debugging

Headword:
παιγνιώδης
Headword (normalized):
παιγνιώδης
Headword (normalized/stripped):
παιγνιωδης
IDX:
64260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64261
Key:

Data

{'content': 'playful, sportive'}