Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναρπαστός
ἀναρραΐζω
ἀναρραίνω
ἀναρράπτω
ἀναρράσσω
ἀναρραφή
ἀναρραφικός
ἀναρραψῳδέω
ἀναρρέπω
ἀναρρέω
ἀναρρήγνυμι
ἀνάρρημα
ἀνάρρηξις
ἀνάρρησις
ἀναρριζόω
ἀνάρρινον
ἀναρριπίζω
ἀναρριπτέω
ἀναρρίπτω
ἀναρριχάομαι
ἀναρρίχησις
View word page
ἀναρρήγνυμι
to break up

ShortDef

to break up

Debugging

Headword:
ἀναρρήγνυμι
Headword (normalized):
ἀναρρήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
αναρρηγνυμι
IDX:
6424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6425
Key:

Data

{'content': 'to break up'}