Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παθικεύομαι
παθικός
παθογνωμονικός
παθοκράτεια
παθοκρατέομαι
παθολογέω
παθολογία
παθολογικός
παθοποιία
παθοποιός
πάθος
Παιάν
παιάν
παιανίας
Παιανιεύς
παιανικός
παιᾶνις
παιανισμός
παιανισταί
παιανῖτις
παιανογράφος
View word page
πάθος
anything that befalls one, an incident, accident

ShortDef

anything that befalls one, an incident, accident

Debugging

Headword:
πάθος
Headword (normalized):
πάθος
Headword (normalized/stripped):
παθος
IDX:
64242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64243
Key:

Data

{'content': 'anything that befalls one, an incident, accident'}