Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παθητός
παθικεύομαι
παθικός
παθογνωμονικός
παθοκράτεια
παθοκρατέομαι
παθολογέω
παθολογία
παθολογικός
παθοποιία
παθοποιός
πάθος
Παιάν
παιάν
παιανίας
Παιανιεύς
παιανικός
παιᾶνις
παιανισμός
παιανισταί
παιανῖτις
View word page
παθοποιός
causing bodily disease

ShortDef

causing bodily disease

Debugging

Headword:
παθοποιός
Headword (normalized):
παθοποιός
Headword (normalized/stripped):
παθοποιος
IDX:
64241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64242
Key:

Data

{'content': 'causing bodily disease'}