Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάθη
πάθημα
παθηματικός
πάθησις
παθητικός
παθητός
παθικεύομαι
παθικός
παθογνωμονικός
παθοκράτεια
παθοκρατέομαι
παθολογέω
παθολογία
παθολογικός
παθοποιία
παθοποιός
πάθος
Παιάν
παιάν
παιανίας
Παιανιεύς
View word page
παθοκρατέομαι
to be governed by passion

ShortDef

to be governed by passion

Debugging

Headword:
παθοκρατέομαι
Headword (normalized):
παθοκρατέομαι
Headword (normalized/stripped):
παθοκρατεομαι
IDX:
64236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64237
Key:

Data

{'content': 'to be governed by passion'}