Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πάδος
πάθα
παθαίνω
παθεινός
πάθη
πάθημα
παθηματικός
πάθησις
παθητικός
παθητός
παθικεύομαι
παθικός
παθογνωμονικός
παθοκράτεια
παθοκρατέομαι
παθολογέω
παθολογία
παθολογικός
παθοποιία
παθοποιός
πάθος
View word page
παθικεύομαι
to be sexually passive

ShortDef

to be sexually passive

Debugging

Headword:
παθικεύομαι
Headword (normalized):
παθικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
παθικευομαι
IDX:
64232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64233
Key:

Data

{'content': 'to be sexually passive'}