Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάδος
Πάδος
πάθα
παθαίνω
παθεινός
πάθη
πάθημα
παθηματικός
πάθησις
παθητικός
παθητός
παθικεύομαι
παθικός
παθογνωμονικός
παθοκράτεια
παθοκρατέομαι
παθολογέω
παθολογία
παθολογικός
παθοποιία
παθοποιός
View word page
παθητός
one who has suffered: subject to passion

ShortDef

one who has suffered: subject to passion

Debugging

Headword:
παθητός
Headword (normalized):
παθητός
Headword (normalized/stripped):
παθητος
IDX:
64231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64232
Key:

Data

{'content': 'one who has suffered: subject to passion'}