Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παδόεις
πάδος
Πάδος
πάθα
παθαίνω
παθεινός
πάθη
πάθημα
παθηματικός
πάθησις
παθητικός
παθητός
παθικεύομαι
παθικός
παθογνωμονικός
παθοκράτεια
παθοκρατέομαι
παθολογέω
παθολογία
παθολογικός
παθοποιία
View word page
παθητικός
subject to feeling, capable of feeling

ShortDef

subject to feeling, capable of feeling

Debugging

Headword:
παθητικός
Headword (normalized):
παθητικός
Headword (normalized/stripped):
παθητικος
IDX:
64230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64231
Key:

Data

{'content': 'subject to feeling, capable of feeling'}