Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάγχρωμα
πάγχυ
παδόεις
πάδος
Πάδος
πάθα
παθαίνω
παθεινός
πάθη
πάθημα
παθηματικός
πάθησις
παθητικός
παθητός
παθικεύομαι
παθικός
παθογνωμονικός
παθοκράτεια
παθοκρατέομαι
παθολογέω
παθολογία
View word page
παθηματικός
liable to

ShortDef

liable to

Debugging

Headword:
παθηματικός
Headword (normalized):
παθηματικός
Headword (normalized/stripped):
παθηματικος
IDX:
64228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64229
Key:

Data

{'content': 'liable to'}