Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παγχρύσεος
πάγχρωμα
πάγχυ
παδόεις
πάδος
Πάδος
πάθα
παθαίνω
παθεινός
πάθη
πάθημα
παθηματικός
πάθησις
παθητικός
παθητός
παθικεύομαι
παθικός
παθογνωμονικός
παθοκράτεια
παθοκρατέομαι
παθολογέω
View word page
πάθημα
anything that befals one, a suffering, calamity, misfortune
ShortDef
anything that befals one, a suffering, calamity, misfortune
Debugging
Headword:
πάθημα
Headword (normalized):
πάθημα
Headword (normalized/stripped):
παθημα
IDX:
64227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64228
Key:
Data
{'content': 'anything that befals one, a suffering, calamity, misfortune'}