Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάγχροος
παγχρύσεος
πάγχρωμα
πάγχυ
παδόεις
πάδος
Πάδος
πάθα
παθαίνω
παθεινός
πάθη
πάθημα
παθηματικός
πάθησις
παθητικός
παθητός
παθικεύομαι
παθικός
παθογνωμονικός
παθοκράτεια
παθοκρατέομαι
View word page
πάθη
a passive state
ShortDef
a passive state
Debugging
Headword:
πάθη
Headword (normalized):
πάθη
Headword (normalized/stripped):
παθη
IDX:
64226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64227
Key:
Data
{'content': 'a passive state'}