Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παγχρόνιος
πάγχροος
παγχρύσεος
πάγχρωμα
πάγχυ
παδόεις
πάδος
Πάδος
πάθα
παθαίνω
παθεινός
πάθη
πάθημα
παθηματικός
πάθησις
παθητικός
παθητός
παθικεύομαι
παθικός
παθογνωμονικός
παθοκράτεια
View word page
παθεινός
suffering, mournful

ShortDef

suffering, mournful

Debugging

Headword:
παθεινός
Headword (normalized):
παθεινός
Headword (normalized/stripped):
παθεινος
IDX:
64225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64226
Key:

Data

{'content': 'suffering, mournful'}