Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάγχριστος
παγχρόνιος
πάγχροος
παγχρύσεος
πάγχρωμα
πάγχυ
παδόεις
πάδος
Πάδος
πάθα
παθαίνω
παθεινός
πάθη
πάθημα
παθηματικός
πάθησις
παθητικός
παθητός
παθικεύομαι
παθικός
παθογνωμονικός
View word page
παθαίνω
make pathetic

ShortDef

make pathetic

Debugging

Headword:
παθαίνω
Headword (normalized):
παθαίνω
Headword (normalized/stripped):
παθαινω
IDX:
64224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64225
Key:

Data

{'content': 'make pathetic'}