Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάγχρηστος
πάγχριστος
παγχρόνιος
πάγχροος
παγχρύσεος
πάγχρωμα
πάγχυ
παδόεις
πάδος
Πάδος
πάθα
παθαίνω
παθεινός
πάθη
πάθημα
παθηματικός
πάθησις
παθητικός
παθητός
παθικεύομαι
παθικός
View word page
πάθα
misfortune, suffering

ShortDef

misfortune, suffering

Debugging

Headword:
πάθα
Headword (normalized):
πάθα
Headword (normalized/stripped):
παθα
IDX:
64223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64224
Key:

Data

{'content': 'misfortune, suffering'}