Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παγχάλκεος
παγχαρής
πάγχορτος
πάγχρηστος
πάγχριστος
παγχρόνιος
πάγχροος
παγχρύσεος
πάγχρωμα
πάγχυ
παδόεις
πάδος
Πάδος
πάθα
παθαίνω
παθεινός
πάθη
πάθημα
παθηματικός
πάθησις
παθητικός
View word page
παδόεις
garden

ShortDef

garden

Debugging

Headword:
παδόεις
Headword (normalized):
παδόεις
Headword (normalized/stripped):
παδοεις
IDX:
64220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64221
Key:

Data

{'content': 'garden'}