Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παγχάλεπος
παγχάλκεος
παγχαρής
πάγχορτος
πάγχρηστος
πάγχριστος
παγχρόνιος
πάγχροος
παγχρύσεος
πάγχρωμα
πάγχυ
παδόεις
πάδος
Πάδος
πάθα
παθαίνω
παθεινός
πάθη
πάθημα
παθηματικός
πάθησις
View word page
πάγχυ
quite, wholly, entirely, altogether
ShortDef
quite, wholly, entirely, altogether
Debugging
Headword:
πάγχυ
Headword (normalized):
πάγχυ
Headword (normalized/stripped):
παγχυ
IDX:
64219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64220
Key:
Data
{'content': 'quite, wholly, entirely, altogether'}